αναδιφώ

αναδιφώ
-ησα, ερευνώ, γυρεύω, ψάχνω: Αναδίφησα ένα ολόκληρο αρχείο για να βρω αυτό το έγγραφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναδιφώ — αναδιφώ, αναδίφησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναδιφώ — ( άω) (Α ἀναδιφῶ) νεοελλ. 1. ερευνώ προσεκτικά αρχεία ή έγγραφα 2. μελετώ, εξετάζω επισταμένως αρχ. αναζητώ ψηλαφίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + διφῶ «αναζητώ, ψάχνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίφης, αναδίφηση] …   Dictionary of Greek

  • αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… …   Dictionary of Greek

  • αναδίφηση — η 1. λεπτομερειακή και προσεκτική έρευνα αρχείων, εγγράφων εντύπων κ. ά 2. απλώς αναζήτηση, έρευνα, μελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”